- Πτολεμαικούς
- Πτολεμαϊκούς , Πτολεμαικόςof Ptolemy: masc acc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Πτολεμαικούς — Πτολεμαϊκούς , Πτολεμαικός of Ptolemy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κωμογραμματεύς — κωμογραμματεύς, έως, ὁ (Α) (στην Αίγυπτο κατά τους πτολεμαϊκούς και ρωμαϊκούς χρόνους) διοικητικός υπάλληλος κατώτερος τού κωμάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + γραμματεύς (πρβλ. ιερο γραμματεύς, τοπο γραμματεύς)] … Dictionary of Greek